- παρασχηματισμός
- παρασχηματισμόςformation by a slight changemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρασχηματισμός — ὁ, ΝΜΑ [παρασχηματίζω] νεοελλ. αρχ. σχηματισμός μιας λέξεως από άλλη λέξη με μικρή αλλαγή, ιδίως στην κατάληξη («οἱ μέν τοι Αἰολεῑς δέρρη λέγουσι καὶ κατὰ παρασχηματισμὸν δέρρις», Απολλ. Δύσκ.) μσν. (για έμβρυο) παραμόρφωση λόγω κακής θέσεως αρχ … Dictionary of Greek
παρασχηματισμοῖς — παρασχηματισμός formation by a slight change masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασχηματισμοῦ — παρασχηματισμός formation by a slight change masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασχηματισμούς — παρασχηματισμός formation by a slight change masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασχηματισμῷ — παρασχηματισμός formation by a slight change masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασχηματισμόν — παρασχηματισμός formation by a slight change masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)